σκοτομήδης

σκοτομήδης
σκοτο-μήδης, ες,
A of dark counsel, wily, Eust.1496.37.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκοτομήδης — ὁ, Μ άτομο με σκοτεινές σκέψεις, δόλια και πονηρά διαλογιζόμενο, πανούργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + μήδης (< μήδομαι «ετοιμάζω, σχεδιάζω»), πρβλ. ψοφο μήδης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”